- καθέδρα
- ηθρόνος, έδρα, πόλη όπου υπάρχει επίσκοπος: Η Πάτρα είναι καθέδρα επισκόπου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καθέδρα — καθέδρᾱ , καθέδρα seat fem nom/voc/acc dual καθέδρᾱ , καθέδρα seat fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθέδρα — η (AM καθέδρα) 1. το μέρος στο οποίο κάθεται κάποιος, κάθισμα, θέση 2. επίσημη έδρα, θώκος, θρόνος 3. έδρα επισκοπικής αρχής, πόλη όπου υπάρχει επίσκοπος νεοελλ. φρ. «από καθέδρας» με τόνο που δεν επιδέχεται αντιρρήσεις, με τόνο αυθεντίας… … Dictionary of Greek
καθέδρᾳ — καθέδραι , καθέδρα seat fem nom/voc pl καθέδρᾱͅ , καθέδρα seat fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καθέδρα των Γερόντων — Συλλογικό όργανο της μοναστικής κοινότητας του Αγίου Όρους, στις αρχές της ύπαρξής της, που είχε έδρα στον Άθω κοντά στη διώρυγα του Ξέρξη. Έργο του ήταν η αντιμετώπιση των προβλημάτων που απασχολούσαν τα πρώτα μικρά μοναστήρια του Άθω. Βλ. λ.… … Dictionary of Greek
καθέδρας — καθέδρᾱς , καθέδρα seat fem acc pl καθέδρᾱς , καθέδρα seat fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθέδραι — καθέδρα seat fem nom/voc pl καθέδρᾱͅ , καθέδρα seat fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθέδραν — καθέδρᾱν , καθέδρα seat fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
КАФЕДРА — • Καθέδρα, cathedra, 1. стул с подушкою и ручками, употреблявшийся римскими женщинами, а также служивший носилками, наподобие lectica (Hor. Satir. 1, 10, 91); 2. впоследствии кафедра риторов и философов. Juv. 7, 203 … Реальный словарь классических древностей
καθεδρῶν — καθέδρα seat fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθέδραις — καθέδρα seat fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)